δωροδοκημα

δωροδοκημα
    δωροδόκημα
    δωρο-δόκημα
    -ατος τό тж. pl. взятка, мздоимство Aeschin., Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δωροδοκημα" в других словарях:

  • δωροδόκημα — acceptance of a bribe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδόκημα — το (AM δωροδόκημα) 1. το αποτέλεσμα τής δωροδοκίας, η διαφθορά 2. το δώρο που δίνεται για δωροδοκία νεοελλ. το να δωροδοκείται ή να έχει δωροδοκηθεί κάποιος …   Dictionary of Greek

  • δωροδόκημα — το ό,τι δίνει κανείς για να δωροδοκήσει ή παίρνει για να δωροδοκηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δωροδοκημάτων — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκήματα — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκήματι — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκήματος — δωροδόκημα acceptance of a bribe neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωροδοκήματ' — δωροδοκήματα , δωροδόκημα acceptance of a bribe neut nom/voc/acc pl δωροδοκήματι , δωροδόκημα acceptance of a bribe neut dat sg δωροδοκήματε , δωροδόκημα acceptance of a bribe neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολόκουρο — το 1. το κοντό μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και των ποδιών των αιγοπροβάτων. 2. δωροδόκημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»